παρασίτειον

παρασίτειον
και παρασίτιον, τὸ, Α [παράσιτος]
τόπος συνάντησης τών ιερέων που ονομάζονταν παράσιτοι* και που ήταν υπεύθυνοι για την συγκέντρωση τού σιταριού, κριθαριού και άλλων προϊόντων καθορισμένων από τον ναό, καθώς και το αρχείο* τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”